ἠπίου

ἠπίου
ἤπιος
gentle
masc/neut gen sg
ἤπιος
gentle
masc/fem/neut gen sg
ἠπιόω
feel easier
imperf ind act 3rd sg
ἠπιόω
feel easier
pres imperat act 2nd sg
ἠπιόω
feel easier
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηπιότητα — η (AM ἠπιότης) [ήπιος] η ιδιότητα τού ήπιου, η πραότητα αρχ. ευπείθεια …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησία — I Περιοχή της Θεσσαλίας, κατά την αρχαιότητα. Βλ. λ. Μαγνησίας, νομός (Ιστορία· Αρχαιολογία μνημεία). II Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Μικράς Ασίας. 1. Μαγνησία η επί Μαιάνδρω. Πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Ιδρύθηκε, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • μποξέρ — (boxer). Σκύλος γερμανικής καταγωγής διαδεδομένος παντού, με χαρακτηριστικό κεφάλι, εξαιτίας του έντονα βραχύγναθου ρύγχους του. Έχει μέσο μέγεθος, ισχυρό μυϊκό σύστημα και οστά, αλλά παρόλα αυτά οι γραμμές του είναι εξαιρετικά κομψές. Πολύ… …   Dictionary of Greek

  • μπόξερ — (boxer). Σκύλος γερμανικής καταγωγής διαδεδομένος παντού, με χαρακτηριστικό κεφάλι, εξαιτίας του έντονα βραχύγναθου ρύγχους του. Έχει μέσο μέγεθος, ισχυρό μυϊκό σύστημα και οστά, αλλά παρόλα αυτά οι γραμμές του είναι εξαιρετικά κομψές. Πολύ… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Λας Πάλμας — (Las Palmas· επίσημη ονομασία Las Palmas de Gran Canaria). Πόλη (354.863 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, στο αρχιπέλαγος των Καναρίων Νήσων, πρωτεύουσα της ομώνυμης υπερπόντιας επαρχίας (4.447 τ. χλμ., 1.694.477 κάτ.). Είναι χτισμένη στη… …   Dictionary of Greek

  • Σαν Ντιέγκο — (San Diego). Πόλη (1.110.549 κάτ.), των δυτικών ΗΠΑ, στην Καλιφόρνια, 25 χλμ. από τα σύνορα με το Μεξικό, στην ανατολική όχθη του ομώνυμου κόλπου. Η πόλη, εξαιτίας του εξαιρετικά ήπιου κλίματος της, είναι μία από τις περιφημότερες της Καλιφόρνιας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”